βεβήλους

βεβήλους
βέβηλος
allowable to be trodden
masc/fem acc pl
βεβηλόω
profane
imperf ind act 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • περιίστημι — ΝΜΑ (μέσ. μόνον στην οριστ. αορ.) περιέστην περιπίπτω περιέρχομαι σε χειρότερη κατάσταση, καταντώ (α. «περιέστη σε αδιέξοδο» β. «τὰ πράγματα εἰς ὅπερ νυνὶ περιέστη» σ αυτό το σημείο που έχουν φτάσει τώρα τα πράγματα, Δημοσθ.) μσν. αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • Εσσαίοι ή Εσσηνοί — Οπαδοί ενός από τα κυριότερα θρησκευτικά ρεύματα που αναπτύχθηκαν στον εβραϊκό κόσμο πριν από την εμφάνιση του χριστιανισμού· είναι γνωστοί από πληροφορίες που δίνουν ο Φίλων, ο Φλάβιος Ιώσηπος και ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος. Σήμερα πιστεύεται ότι… …   Dictionary of Greek

  • βέβηλος — η, ο 1. ανίερος, ασεβής: Βέβηλοι κατέστρεψαν το παμπάλαιο τέμπλο του ναού. 2. μτφ., αυτός που συμπεριφέρεται με τρόπο προσβλητικό σε χώρους στους οποίους δεν ανήκει: Η λογοτεχνική βραδιά καταστράφηκε από μερικούς βέβηλους που θορυβούσαν συνεχώς.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”